κολασμός

κολασμός
ο (AM κολασμός) [κολάζω]
η ποινή που επιβάλλεται για σωφρονισμό, η τιμωρία
νεοελλ.
1. μετριασμός κακής εντυπώσεως ή οξέος χαρακτηρισμού
2. γραμμ. «κολασμός προτάσεως» — το φαινόμενο κατά το οποίο μια πρόταση που συνεκφέρεται με μια άλλη κατά παράταξη, ή και αντίστροφα, περιορίζει ή διορθώνει την έννοια τής πρώτης ή μετριάζει την οξύτητα ενός χαρακτηρισμού, π.χ. «δεν ήταν μεν ωραία, δεν ήταν όμως και άσχημη»
αρχ.
περιορισμός, επίσχεση, συγκράτηση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κολασμός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολασμός — ο τιμωρία, ποινή για σωφρονισμό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κολασμοῖς — κολασμός masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολασμοί — κολασμός masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολασμοῦ — κολασμός masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολασμῶν — κολασμός masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολασμόν — κολασμός masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολαστήριος — α, ο (AM κολαστήριος, ία, ον και ος ον) [κολαστήρ] 1. εκείνος που γίνεται για κολασμό ή ανήκει και αναφέρεται σ αυτόν, ο σχετικός με την τιμωρία («κολαστήριος δύναμις», Φιλ.) 2. το ουδ. ως ουσ. το κολαστήριο(ν) α) τόπος τιμωρίας, τόπος βασανισμού …   Dictionary of Greek

  • κόλαση — Θρησκευτικός όρος· σύμφωνα με τη χριστιανική διδασκαλία, αποτελεί τον τόπο της αιώνιας τιμωρίας των αμαρτωλών ψυχών. Εκεί τιμωρούνται αιώνια οι άγγελοι που στασίασαν κατά του Θεού και όλοι οι αμαρτωλοί άνθρωποι. Η αντίληψη αυτή είναι… …   Dictionary of Greek

  • κόλασμα — το (Α κόλασμα) [κολάζω] νεοελλ. 1. αυτό που γίνεται για επανόρθωση κακής εντύπωσης 2. παρακίνηση σε αμαρτία, αμάρτημα, πονηρή σκέψη, σκανδάλισμα, πειρασμός αρχ. κολασμός, τιμωρία («κόλασμα τοῑς κακοῑς ἐγίγνετο», Κριτί.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”