κολασμός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολασμός — ο τιμωρία, ποινή για σωφρονισμό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κολασμοῖς — κολασμός masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολασμοί — κολασμός masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολασμοῦ — κολασμός masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολασμῶν — κολασμός masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολασμόν — κολασμός masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολαστήριος — α, ο (AM κολαστήριος, ία, ον και ος ον) [κολαστήρ] 1. εκείνος που γίνεται για κολασμό ή ανήκει και αναφέρεται σ αυτόν, ο σχετικός με την τιμωρία («κολαστήριος δύναμις», Φιλ.) 2. το ουδ. ως ουσ. το κολαστήριο(ν) α) τόπος τιμωρίας, τόπος βασανισμού … Dictionary of Greek
κόλαση — Θρησκευτικός όρος· σύμφωνα με τη χριστιανική διδασκαλία, αποτελεί τον τόπο της αιώνιας τιμωρίας των αμαρτωλών ψυχών. Εκεί τιμωρούνται αιώνια οι άγγελοι που στασίασαν κατά του Θεού και όλοι οι αμαρτωλοί άνθρωποι. Η αντίληψη αυτή είναι… … Dictionary of Greek
κόλασμα — το (Α κόλασμα) [κολάζω] νεοελλ. 1. αυτό που γίνεται για επανόρθωση κακής εντύπωσης 2. παρακίνηση σε αμαρτία, αμάρτημα, πονηρή σκέψη, σκανδάλισμα, πειρασμός αρχ. κολασμός, τιμωρία («κόλασμα τοῑς κακοῑς ἐγίγνετο», Κριτί.) … Dictionary of Greek